Η αναζήτηση Του Θεού αποτελεί διαχρονικά
την πιο αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου. Το
πιο μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα που τέθηκε ποτέ είναι το αν υπάρχει ο Θεός, του
οποίου η απάντηση παραμένει ανά τους αιώνες η πιο δύσκολη τόσο για φιλοσόφους όσο
και για θεολόγους. Μέσα από τις γραμμές του παρόντος άρθρου θα παρατεθούν
κάποιοι συλλογισμοί, που ίσως βοηθήσουν στην καλύτερη προσέγγιση του μεγάλου
αυτού ερωτήματος. Ως στέρεη βάση αυτών των προβληματισμών θα χρησιμοποιηθούν τα
λόγια του ίδιου του Χριστού, των Αποστόλων και των πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ξεκινώντας
με τον πρώτο συλλογισμό, όσον αφορά αυτούς που ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει Θεός, αντιτάσσεται το εξής
ερώτημα: «Αναζητήσαμε τον Θεό με όλο
μας το είναι και δε Τον βρήκαμε; Διότι πώς να βρεις κάτι το οποίο δεν το
ψάχνεις;
Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, όμως,
αναλώνεται στο αέναο κυνήγι του κέρδους, της υπέρμετρης κατανάλωσης, της
αναζήτησης διαφόρων μορφών διασκέδασης, πολλές φορές βλαπτικών, καθώς και σε πολλά
άλλα μικροπράγματα. Όλα τα παραπάνω τα έχει επιτύχει κατά πολύ ο σύγχρονος
κόσμος, γιατί αυτά επιδιώκει με επιμονή. Έχουμε γίνει σαν την Μάρθα που
επέπληξε ο Χριστός λέγοντας της «Μάρθα
Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστί χρεία» (Λουκ. 10,
41-42). Ο Θεός έχει καταστεί για πολλούς ανθρώπους η τελευταία σκέψη και έγνοια. Τον Θεό δεν πρόκειται να τον
βρουν όποιοι δεν τους απασχολεί η ύπαρξή Του και το Θέλημά Του. Ο Χριστός, όμως,
έθεσε την πραγματική προτεραιότητα στη ζωή μας λέγοντας «ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν
του Θεού» (Ματθ. 6,33).
Συνεχίζοντας
τους συλλογισμούς, υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι πράγματι αναζητούν τον
Θεό, με διάφορους τρόπους, αλλά παρόλα αυτά δεν τον έχουν γνωρίσει. Και σ’ αυτή
την περίπτωση η απάντηση θα δοθεί με ένα δεύτερο ερώτημα: Που ψάχνουμε Το Θεό; Μήπως τον αναζητούμε σε λάθος μέρη με λάθος
τρόπο;
Ο Χριστός έχει χαράξει ξεκάθαρα τον δρόμο
που οδηγεί προς Τον Θεό και συγκεκριμένα είχε πει ότι η βασικότερη εντολή είναι
«αγαπήσεις
Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου καί εξ όλης της ψυχής σου καί εξ
όλης της ισχύος σου καί εξ όλης της διανοίας
σου καί τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ. 10, 27). Σε άλλο σημείο
αναφέρει «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία
ότι αυτοί το Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8). Ιδιαίτερη βαρύτητα, επίσης, ο
Χριστός έδωσε στην ταπείνωση και το πνεύμα προσφοράς λέγοντας « ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων
έσχατος καί πάντων διάκονος» (Μαρκ. 9,35). Ο Χριστός επίσης τόνισε την
ανάγκη της συμμετοχής μας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς μας
παράγγειλε ότι « ο τρώγων μου την σάρκα
καί πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. 6, 56). Σε άλλο
σημείο αναφέρει « αυτός που τηρεί τους
λόγους μου και με αγαπά, θα του φανερώσω τον εαυτό μου» (Ιωάν. 14,21).
Ο Χριστός
λοιπόν, μέσα από τις παραπάνω εντολές και πλήθος άλλων, που δεν αναφέρονται για
οικονομία χρόνου, έδωσε σαφέστατες οδηγίες όσον αφορά τον τρόπο προσέγγισης Του
Θεού. Ο δικός μας τρόπος ζωής, όμως,
συμβαδίζει με τις παραπάνω εντολές ; Ή μήπως πολλές φορές βαδίζουμε σε
εντελώς αντίθετη κατεύθυνση; Αν ισχύει το δεύτερο τότε πως έχουμε την απαίτηση
να γνωρίσουμε το Θεό; Είναι, παραδείγματος χάρη, σαν να ρωτάει κάποιος πως θα
πάει από το Ηράκλειο στα Χανιά, και ενώ του δίνεται χαραγμένη η διαδρομή στο χάρτη,
αυτός από απείθεια πορεύεται ανάποδα, καταλήγει στην Σητεία, και εξάγει το
συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν τα Χανιά!
Ένα άλλο λάθος που συμβαίνει στην αναζήτηση του Θεού,είναι η απολυτοποίηση της λογικής και της επιστήμης και η απόρριψη όσων πραγματικοτήτων
δεν είναι ορατές στα μάτια, δεν άπτονται με τα χέρια και δεν αποδεικνύονται με
μαθηματικούς όρους.
Ο Θεός, όμως, δεν αποδεικνύεται, αλλά βιώνεται προπάντων μέσα από την
αγάπη. Η πίστη έρχεται μέσα από το βίωμα κι όχι
με την απόδειξη. Είχε πει κάποιος στον Άγιο Παϊσιο ότι για να πιστέψει θέλει να
δει κάποια σημάδια. Και του απαντά πολύ εύστοχα ο Άγιος: «Αν δεν πιστέψεις δεν θα δεις».
Και συνεχίζει... «Πρώτα είναι η πίστη και μετά έρχεται η αγάπη. Πρέπει να πιστεύει
κανείς, για να αγαπάει. Δεν μπορεί να αγαπήσει κάτι που δεν το πιστεύει». Η
σωστή σειρά των λέξεων που «οδηγούν» στον Θεό είναι εμπιστοσύνη-πίστη-βίωμα-αγάπη-απόδειξη. Έτσι λοιπόν, αν εμείς οι
ίδιοι δεν νιώσουμε μέσα μας τη φλόγα του
«Θείου έρωτα», όσα ωραία πράγματα κι αν ακούμε για το Θεό δε θα τον
βιώσουμε ποτέ, όπως όσα βιβλία κι αν διαβάσει κάποιος για την αγάπη και τον
έρωτα, αν δεν αγαπήσει και δεν ερωτευτεί ό ίδιος ποτέ του δεν θα μάθει τι είναι
αυτά τα συναισθήματα. Αυτός που πιστεύει
δεν χρειάζεται καμία απόδειξη, ενώ για όποιον δεν πιστεύει καμία απόδειξη δεν
είναι αρκετή!
Υπάρχει, επίσης, μια άλλη στρέβλωση η οποία
δυσκολεύει την πορεία προς τον Θεό, και αυτή είναι ότι ο πολύς κόσμος θυμάται και αναζητά Τον Θεό μόνο στα δύσκολα κι όταν
δεν έχει από πού αλλού να πιαστεί. Με αυτόν τον τρόπο δεν κινείται από αγάπη
προς το Θεό, αλλά από συμφέρον. Προείπαμε ότι η ειλικρινής αγάπη είναι αυτή που
οδηγεί στον Θεό πιο άμεσα, κι όχι ο ωφελιμισμός. Πως έχουμε την απαίτηση να
ανταποκρίνεται ο Θεός όποτε του το ζητούμε, όταν εμείς τον θυμόμαστε όποτε μας
συμφέρει;
Ένας άλλο εμπόδιο στη βίωση
«Θείων εμπειριών» είναι η ανυπομονησία που διακατέχει πολλούς, οι οποίοι θέλουν με λίγη πνευματική προσπάθεια μεγάλα πνευματικά αποτελέσματα. Ο πνευματικός αγώνας όμως,
δεν είναι στιγμιαίος, αλλά διαρκής. Όλοι οι άγιοι που είχαν Θείες εμπειρίες
ήδη εν ζωή, τις απέκτησαν μέσα από αδιάλειπτη προσευχή, άσκηση, θυσία,
ταπείνωση και μετάνοια. Όπως κι ένας αθλητής επιδίδεται σε κοπιαστικές
προπονήσεις καθημερινά και προσέχει διαρκώς τη φυσική του κατάσταση,
προκειμένου να διακριθεί στους αγώνες, έτσι και εμείς πρέπει να εξασκούμε συχνά
τα πνευματικά μας όπλα, που είναι ο σταυρός, η προσευχή, η αγάπη, η εγκράτεια,
η αγαθοεργία κ.α. Ας αναρωτηθεί ο καθένας μόνος του και ας προβληματιστεί για
το πόσο χρόνο αφιερώνουμε την ημέρα στην προσευχή.
Καταλήγοντας, συνοψίζουμε στα εξής: 1.
Για να γνωρίσει και να βιώσει κάποιος τον
Θεό στη ζωή του, πρέπει να τον αναζητά με όλο του το είναι. 2. Να ακολουθεί ακριβώς το δρόμο που χάραξε ο
Χριστός, ο οποίος άλλωστε είπε: «Εγώ ειμί
η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14,6). Ενώ η ύπαρξη Του Θεού
μπορεί να αποδειχτεί μέσα από τη βιωματική προσέγγισή Του, η ανυπαρξία του δεν
είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ, γιατί
είναι αδύνατον στη διάρκεια μιας
ζωής να βιωθούν όλες τις Θρησκείες ή να εξερευνηθεί το σύμπαν. «Το ότι δεν πιστεύεις στον Θεό, δεν σημαίνει ότι ο Θεός
δεν υπάρχει» είχε πει ο Τολστόι. Εξάλλου, δεν υπάρχουν μόνο όσα μπορούμε να δούμε. Γι’ αυτό είναι άτοπο να
λέει κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός, γιατί δεν μπορεί να μηδενίσει τις εμπειρίες
των άλλων. Το αποδεκτό θα ήταν να έλεγε ότι ο ίδιος δεν έχει Θεό.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι η γνώση και
η αναζήτηση του Θεού δεν αποτελεί μια χρήσιμη ενασχόληση, η οποία απλά μας
βελτιώνει ως ανθρώπους, αλλά μια γνώση που οδηγεί στην αθανασία. Είναι πολύ
κρίμα να μας δίνεται τέτοια δυνατότητα κι εμείς να μένουμε απαθείς. Ο Απ.
Παύλος θέλοντας να τονίσει τον προορισμό του ανθρώπου είπε: «ουκ έχωμεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την
μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο σκοπός της
ύπαρξής μας είναι να αξιοποιήσουμε σωστά τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», δηλαδή
τη λογική, τη βούληση και την ελευθερία μας, ώστε να καταφέρουμε να φτάσουμε
στο «καθ’ ομοίωση», δηλαδή στον αγιασμό και τη θέωση. Όταν, λοιπόν, συμβούν όλα τα παραπάνω τότε
θα βιώσει κανείς αυτό που βίωσε και ο
Απ. Παύλος:
«ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί
Χριστός» (Γαλ. 2,30).
ΒΑΓΓΕΛΗΣ
ΤΙΤΑΚΗΣ Καθηγητής Θεολόγος - Μουσικοσυνθέτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου